Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorabbuffàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [rabbufˈfato] 1 ανακατωμένος 2 ξεμαλλιάρης 3 αχτένιστος 4 αναμαλλιασμένος 5 ανάπλεκος 6 ξέφρενος 7 ασυγύριστος 8 ατημέλητος 9 αναστατωμένος 10 ανοικοκύρευτος 11 ακατάστατος 12 έξαλλος 13 ατακτοποίητος 14 απεριποίητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |