Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraccapezzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rakkapetˈtsare] 1 καταλαβαίνω το νόημα 2 τα κουτσοβολεύω 3 καταχωνιάζω με κόπο μερικά λεφτά 4 μαζεύω με μεγάλη προσπάθεια 5 πιάνω το νόημα 6 μαζεύω με δυσκολία raccapezzàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [rakkapetˈtsarsi] τα καταφέρνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |