Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprotettóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [protetˈtore] 1 φρουρός 2 προασπιστής 3 πρόμαχος 4 πολιούχος άγιος 5 προστάτης άγιος 6 προστάτης 7 προαγωγός 8 νταβατζής 9 προστάτης πόρνης 10 φύλακας 11 υπέρμαχος 12 υπερασπιστής protettóre aggettivo Pronuncia I.P.A.: [protetˈtore] Προστατευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |