Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprotocòllo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [protoˈkɔllo] 1 τελετουργικό 2 εθιμοτυπία 3 μητρώο 4 μητρώο εξερχομένων και εισερχομένων 5 αρχείο εγγράφων 6 πρωτόκολλο 7 έγγραφο πιστοποίησης νομικής πράξης 8 αρχειοθήκη 9 αρχείο 10 έγγραφο διακρατικής συμφωνίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |