Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprosciugaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [proʃʃugaˈmento] 1 αποστράγγισμα 2 ανάκτηση εδάφους από έργα αποξήρανσης 3 εγγειοβελτιωτικό έργο 4 στέγνωμα 5 αποξήρανση 6 αποστράγγιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |