Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoproscrizióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [proskritˈtsjone] 1 απαγόρευση 2 μαύρη λίστα 3 προγραφή 4 δίωξη αντιπάλων χωρίς διακρίσεις 5 καταδίκη αντιπάλων χωρίς διατυπώσεις 6 εκτοπισμός 7 εξόριση 8 εξορισμός 9 εξορία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |