Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprosàico
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [proˈzajko] 1 συνηθισμένος 2 κοινότοπος 3 τετριμμένος 4 ανιαρός 5 χιλιοειπωμένος 6 όχι ποιητικός 7 πεζός 8 της πρόζας 9 μονότονος 10 καθημερινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |