Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprogressióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [progresˈsjone] 1 επίδοση 2 αναβάθμιση 3 πρόοδος 4 βελτίωση 5 άνοδος 6 προαγωγή 7 καλυτέρευση 8 εξυγίανση 9 εξέλιξη προς το καλύτερο 10 πρόκομμα 11 προκοπή 12 προχώρημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |