Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopolverizzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [polveridˈdzare] 1 συντρίβω 2 αφανίζω 3 εξολοθρεύω 4 ατμοποιώ 5 κονιορτοποιώ 6 κάνω σκόνη 7 αεριοποιώ 8 εκμηδενίζω 9 σκονίζω 10 μετατρέπω υγρό σε σπρέι polverizzarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [polveridˈdzarsi] 1 εξαφανίζομαι 2 διαλύομαι 3 γίνομαι σκόνη 4 εκμηδενίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |