Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopolverulènto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [polveruˈlɛnto] 1 καλυμμένος με σκόνη 2 σκονισμένος 3 κονισαλέος 4 εύθρυπτος 5 λεπτός σαν πούδρα 6 κονιοποιημένος 7 κατασκονισμένος 8 κονιορτοβριθής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |