Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplìnto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈplinto] 1 πλίνθος 2 θεμέλιος λίθος 3 κατώτατο τμήμα βάσης 4 πέτρες συνεχούς θεμελίωσης 5 βάση κολόνας 6 βάση κίονα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |