Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplùmbeo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈplumbeo] 1 καταπιεστικός 2 με μουντό γκρι χρώμα 3 πολύ ζεστός και υγρός 4 μολύβδινος 5 μολυβένιος 6 ασφυκτικός 7 συνθλιπτικός 8 καταθλιπτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |