Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplausibilità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [plawzibiliˈta] 1 άξιο να επαινεθεί 2 κάτι που αξίζει να χειροκροτηθεί 3 κάτι άξιο να εξυμνηθεί 4 κάτι αξιοσύστατο 5 λογικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |