Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoplèbe
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈplɛbe] 1 πλεμπάγια 2 λαουτζίκος 3 πλέμπα 4 σάρα μάρα και κακό συναπάντημα 5 κοινοί άνθρωποι 6 κοινός λαός 7 όχλος 8 χυδαίος όχλος 9 μάζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |