Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopàtio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈpatjo] 1 μέσο της αυλής 2 πλακόστρωτη εσωτερική αυλή 3 αυλή με κτίσματα ολόγυρα 4 αυλή εντός κτιρίου 5 μεσαύλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |