Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopàtina
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈpatina] 1 λακ μαλλιών 2 στίλβωμα 3 στιλπνή επίστρωση 4 λεπτό στρώμα 5 σκουριά χαλκού 6 πατίνα 7 επίχρισμα γλώσσας 8 επικαλυπτικό στρώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |