Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopadigliòne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [padiʎˈʎone] 1 κουβούκλιο 2 τέντα σε γήπεδο 3 τέντα σκιάς 4 πλευρά διαμαντιού 5 πτερύγιο αυτιού 6 ξεχωριστό κτίριο 7 περίπτερο κήπου 8 αντίσκηνο 9 σκηνή στρατιωτική 10 κιόσκι 11 περίπτερο κυνηγετικό 12 περίπτερο έκθεσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |