Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopacchiàno
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [pakˈkjano] 1 επιδεικτικός 2 φιγουράτος 3 φιγουρατζίδικος 4 ακαλαίσθητος 5 χυδαίος 6 πρόστυχος 7 αντιαισθητικός 8 φανταχτερός 9 ντυμένος με ζωηρά χρώματα 10 κακόγουστα επιδεικτικός 11 φανταχτός 12 στολισμένος επιδεικτικά 13 χτυπητός 14 φαντεζί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |