Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopacificaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [paʧifikaˈmento] 1 μόνιασμα 2 εναρμόνιση 3 ειρήνευση 4 φίλιωμα 5 τακτοποίηση 6 συμφιλίωση 7 κατευνασμός 8 ειρήνεμα 9 ειρήνευση 10 διαλλαγή 11 αδέλφωμα 12 αγαπημός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |