Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoostinatézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ostinaˈtettsa] 1 πεισμονή 2 πεισματοσύνη 3 ινάτι 4 χοντροκεφαλιά 5 πίκα 6 πεισμάτωμα 7 γινάτι 8 επιμονή 9 δογματισμός 10 πείσμα 11 αδιαλλαξία 12 ξεροκεφαλιά 13 ισχυρογνωμοσύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |