Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoòstico
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈɔstiko] 1 άσχημος 2 δυσάρεστος 3 σιχαμερός 4 δύσκολος 5 στενόχωρος 6 πικρός 7 σκληρός 8 δριμύς 9 άγριος 10 βδελυρός 11 αηδιαστικός 12 τραχύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |