Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoordìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [orˈdire] 1 μηχανεύομαι 2 σκαρφίζομαι 3 επινοώ 4 σκιτσάρω 5 σχεδιάζω 6 βάζω στημόνι σε αργαλειό 7 στημονιάζω 8 μηχανορραφώ 9 συνωμοτώ 10 ραδιουργώ 11 σκιαγραφώ 12 περνώ σκοινί και δένω 13 σκαριφώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |