Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoorecchiànte
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [orekˈkjante] 1 ερασιτέχνης 2 τραγουδιστής που μπορεί να τραγουδήσει με το αυτί 3 μουσικός που μπορεί να παίξει σκοπό με το αυτί orecchiànte aggettivo Pronuncia I.P.A.: [orekˈkjante] 1 ερασιτεχνικός 2 επιπόλαιος 3 που μπορεί να παίξει σκοπό με το αυτί 4 που μπορεί να τραγουδήσει με το αυτί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |