Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoopèrcolo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [oˈpɛrkolo] 1 επίπωμα 2 κάλυμμα 3 βλέφαρο 4 κάλυμμα βραγχίων ψαριού 5 καπάκι σπόρων 6 προεξοχή σε σώμα σαν καπάκι 7 καλύπτρα 8 πώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |