Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooperosità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [operosiˈta] 1 δραστηριότητα 2 δραστικότητα 3 ενεργητικότητα 4 φιλοπονία 5 ενασχόληση 6 δράση 7 εργατικότητα 8 φιλεργία 9 προκοπή 10 επιμέλεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |