Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooperànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [opeˈrante] 1 τελεσφόρος 2 εργαζόμενος 3 χειρουργικός 4 δυναμικός 5 λειτουργικός 6 ενεργητικός 7 ενεργός 8 δραστικός 9 αποτελεσματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |