Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoolezzànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oledˈdzante] 1 ροδομύριστος 2 μυροφόρος 3 μυρωδάτος 4 μυρωμένος 5 δύσοσμος (ειρωνικά) 6 κάκοσμος (ειρωνικά) 7 καταπραϋντικός 8 μυριστικός 9 ευωδερός 10 ευώδης 11 ευωδιαστός 12 αρωματικός 13 μοσχοβόλος 14 μυροβόλος 15 εύοσμος 16 μοσχομυρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |