Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooleóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oleˈoso], [oleˈozo] 1 γλιστερός 2 περιέχων λάδι 3 ελαιοπαραγωγός 4 ελαιοπαραγωγικός 5 λιπαρός 6 λαδερός 7 ελαιώδης 8 λιγδερός 9 λαδωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |