Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomónta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈmonta] 1 ιπποφορβείο 2 τόπος που στέλνουν θηλυκά για αναπαραγωγή 3 μαρκάλισμα 4 καβαλίκεμα 5 κορυφή τόξου 6 ίππευση 7 ιπποτροφείο 8 καβάλημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |