Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomontàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [monˈtare] 1 (salire) ανεβαίνω 2 (oggetto) δένω, μοντάρω montàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [monˈtare] 1 δένω 2 στήνω 3 συναρθρώνω 4 συναρμόζω 5 βάζω 6 παραλέω 7 υπερβάλλω 8 μεγαλοποιώ 9 διογκώνω 10 μαρκαλίζω (για ζώα) 11 καβαλώ (για ζώα) 12 καβαλικεύω 13 καβαλώ 14 μοντάρω 15 αρμολογώ 16 διαρθρώνω 17 αρθρώνω 18 συναρμολογώ montarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [monˈtarsi] 1 εξάπτομαι 2 παθαίνομαι 3 παίρνω φωτιά 4 οργίζομαι permalink
Locuzioni, modi di dire, esempimontarsi la testa = παίρνει το μυαλό μου αέρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |