Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomolleggiaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [molledʤaˈmento] 1 ελατηριωτό σύστημα 2 ελαστικότητα 3 ανάρτηση 4 σύστημα με σούστες 5 ανασκίρτημα 6 αναπήδηση 7 τίναγμα 8 ξεπέταγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |