Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomollézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [molˈlettsa] 1 χαλάρωση 2 πλαδαρότητα 3 χαλαρότητα 4 εκθήλυνση 5 χλιδή 6 τρυφή 7 θηλυπρέπεια 8 αισθηματική προσήλωση 9 αβρότητα 10 τρυφερότητα 11 τρυφεράδα 12 απαλότητα 13 αδυναμία 14 ευκαμψία 15 ευελιξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |