Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomodulàre
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [moduˈlare] 1 αποτελούμενος από υπομονάδες 2 αρθρωτός modulàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [moduˈlare] 1 προσαρμόζω 2 συντονίζω σε νότα ή τόνο 3 διαμορφώνω 4 παίζω ή τραγουδώ με αλλαγή τόνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |