Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomògio
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈmɔʤo] 1 λυπημένος 2 βαρύθυμος 3 θλιμμένος 4 ντροπιασμένος 5 ταπεινωμένος 6 απονενοημένος 7 απελπισμένος 8 αποθαρρυμένος 9 απεγνωσμένος 10 κατηφής 11 αποκαρδιωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |