Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomoderatìsmo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [moderaˈtizmo] 1 μετριοπάθεια 2 συμβιβαστικότητα 3 μετριασμός 4 διαλλακτικότητα 5 μετριασμός 6 αυτοσυγκράτηση 7 μέτρο 8 εγκράτεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |