Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomoderàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [modeˈrare] 1 χαλιναγωγώ 2 αναχαιτίζω 3 περιορίζω 4 μετριάζω 5 περικόπτω 6 κουτσουρεύω 7 μειώνω 8 ελέγχω 9 ψαλιδίζω 10 μαλακώνω 11 χαμηλώνω 12 περικόβω 13 συγκρατώ moderarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [modeˈrarsi] 1 κρατώ την ψυχραιμία μου 2 συγκρατούμαι 3 μετριάζομαι 4 περιορίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |