Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomartoriàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [martoˈrjare] 1 τσιγαρίζω 2 τιμωρώ 3 ταλανίζω 4 κατατρώγω 5 καταπιέζω 6 κατατρύχω 7 χορεύω στο ταψί 8 κακοποιώ 9 υποβάλλω σε μαρτύρια 10 τυραννώ 11 βασανίζω σε τροχό βασανιστηρίων 12 βασανίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |