Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoDisambiguaLa tua ricerca ha prodotto più risultati: manéggio sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [maˈnedʤo] 1 διαχείριση 2 ραδιουργία 3 μεταχείριση 4 χειρισμός 5 μάνατζμεντ 6 γήπεδο ιππασίας 7 κυβερνία 8 μαεστρία 9 μαστοριά 10 τέχνη εκπαίδευσης ίππων 11 τέχνη ιππασίας 12 ίντριγκα 13 σκευωρία 14 χάλκευση 15 δολοπλοκία 16 διεύθυνση 17 κουμάντο 18 σχολή ιππασίας 19 διοίκηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |