Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomaneggévole
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [manedˈʤevole] 1 καλόβολος 2 ενδοτικός 3 καλόβολος 4 εύκολος 5 ευμεταχείριστος 6 εύχρηστος 7 χρηστικός 8 ευπειθής 9 συγκαταβατικός 10 υπάκουος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |