Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomalférmo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [malˈfermo] 1 αδύνατος 2 τρεμάμενος 3 κλονιζόμενος 4 άτολμος 5 εξασθενημένος 6 ανεπαρκής 7 ετοιμόρροπος 8 παραπαίων 9 άστατος 10 ασταθής 11 επισφαλής 12 τρικλίζων 13 τρεμουλιαστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |