Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomalgovèrno
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,malgoˈvɛrno] 1 ανάρμοστη συμπεριφορά 2 κακή συμπεριφορά δημοσίου προσώπου 3 κακή διαχείριση 4 κακοδιοίκηση 5 κακοδιαχείριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |