ItalianoGreco


lómbo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈlombo]

1 νεφρική χώρα
2 σόι
3 ισχίο
4 φιλέτο βοδινού
5 κόντρα φιλέτο βοδινού
6 οικογένεια
7 ράτσα ζώων εκλεκτή με εσωτερική διασταύρωση
8 γοφός
9 φιλέτο μοσχαριού
10 οσφυὶκή χώρα
11 σέλα αρνιού
12 καρέ μοσχαριού
13 μπούτι
14 γλουτός
15 λαγών
16 οσφύς

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---