Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolongheróne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [longeˈrone] 1 μακρουλό τμήμα σκελετού αεροσκάφους 2 πλευρική μεταλλική δοκός 3 επίμηκες πλαίσιο πτέρυγας αεροσκάφους 4 ιστός 5 πλαίσιο νεύρων πτέρυγας αεροσκάφους 6 κοντάρι 7 δοκός 8 στύλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |