Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoleggìo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ledˈʤio] 1 αναλόγιο 2 τραπέζι διαβάσματος 3 αναλόγιο ψαλτικής 4 αναλόγιο μουσικής 5 έπιπλο επικλινές για βιβλία 6 αναλόγιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |