Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoirrespiràbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [irrespiˈrabile] 1 πνιγηρός 2 ακατάλληλος για αναπνοή 3 αποπνικτικός 4 δύσκολος 5 ασφυκτικός 6 συνθλιπτικός 7 καταπιεστικός 8 καταθλιπτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |