ItalianoGreco


invìo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [inˈvio]

1 παραγγελία
2 αποστολή με ένα φορτίο
3 έμβασμα
4 παράδοση-διανομή (επιστολών κλπ)
5 φόρτωμα (αγαθών)
6 διαβίβαση
7 αποστολή
8 αποστολή εμπορευμάτων
9 διεκπεραίωση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---