Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinvitànte
agg. e s. maschile e femminile Pronuncia I.P.A.: [inviˈtante] 1 θελκτικός 2 σκανδαλιστικός 3 τραβηχτικός 4 προκλητικός 5 γοητευτικός 6 ελκυστικός 7 δελεαστικός 8 ενθαρρυντικός 9 γαργαλιστικός 10 λαχταριστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |