Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinvilìre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [inviˈlire] 1 αποθαρρύνομαι 2 ταπεινώνομαι 3 αποκαρδιώνομαι 4 απελπίζομαι invilìre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inviˈlire] 1 αποθαρρύνω 2 εκφαυλίζω 3 εξαθλιώνω 4 αποκαρδιώνω 5 απελπίζω 6 απογοητεύω invilirsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inviˈlirsi] 1 αποθαρρύνομαι 2 ταπεινώνομαι 3 αποκαρδιώνομαι 4 απελπίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |