Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointonazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [intonatˈtsjone] 1 μελωδία 2 μουσική ανάγνωση 3 κυματισμός φωνής 4 ταίριασμα 5 ήχος ορισμένης χροιάς 6 τόνος 7 ηχόχρωμα 8 αρμονία 9 τονισμός μουσικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |