Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointoppàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [intopˈpare] 1 πέφτω πάνω σε κάποιον 2 σκοντάφτω 3 παραπατώ 4 προσκρούω πάνω 5 συναντώ τυχαία κάποιον 6 σκουντουφλώ intoppàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [intopˈpare] 1 αντιμετωπίζω τυχαία 2 λαχαίνω 3 συναντώ τυχαία 4 συναπαντώ 5 συγκρούομαι 6 βρίσκω τυχαία 7 συναντώ απρόσμενα intopparsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [intopˈparsi] 1 συναντώ τυχαία κάποιον 2 προσκρούω πάνω 3 πέφτω πάνω σε κάποιον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |